-
1 προπράσσω
A do before,τὰ συμφέροντα τῷ δήμῳ D.C.52.13
:—[voice] Pass.,τὰ προπεπραγμένα Arist.Po. 1455b30
, Luc.Jud.Voc.2;τὰ προπραχθέντα LXX 1 Es.1.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπράσσω
См. также в других словарях:
προπράσσω — και αττ. τ. προπράττω Α 1. κάνω κάτι προηγουμένως 2. εκτελώ κατά πρώτον («προπράσσων χάριτας ὀργᾱς λυγρᾱς», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek